Διαχείριση απορριμμάτων ή διαχείριση χρημάτων;
* Οι Περιφέρειες επιχειρούν να προχωρήσουν σε έργα χωρίς επικαιροποίηση και διαβούλευση των σχεδιασμών
Η διαχείριση των απορριμμάτων είναι αφενός στοιχείο της καθημερινότητας όλων των πολιτών και ένας κρίσιμος τομέας της δραστηριότητας των δήμων, αφετέρου είναι ένα αντικείμενο με ευρύ ενδιαφέρον περιβαλλοντικό, οικονομικό και κοινωνικό. Διανύουμε μια περίοδο που η διαχείριση των απορριμμάτων επιχειρείται να υποβιβαστεί, με ολίγη ή καθόλου διαβούλευση, σε οικονομικό αλισβερίσι με αποσιωπούμενους στόχους αλλά σαφή οφέλη μόνο για τους ιδιώτες και μεγάλο κόστος για το δημόσιο, χωρίς την ενεργό συμμετοχή των πολιτών. Συνομιλήσαμε με τον Τάσο Κεφαλά, μέλος της Πρωτοβουλίας Συνεννόησης για τη Διαχείριση των Απορριμμάτων, για το πώς διαμορφώνεται η κυβερνητική επιδίωξη και τι χρειάζεται να αποτελεί τη δική μας απάντηση.
Τη συνέντευξη πήρε
η Ζωή Γεωργούλα
Βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο όσον αφορά τη διαχείριση απορριμμάτων; Από τους Χώρους Ανεξέλεγκτης Διάθεσης Απορριμμάτων και τους Χώρους Υγειονομικής Ταφής φαίνεται να μεταπηδάμε στην καύση.
Την περίοδο που περνάμε τώρα, θα την χαρακτήριζα ως μια βιαστική, βίαιη μετάβαση από ένα καθεστώς καθυστέρησης το οποίο υπήρχε μέχρι σήμερα σε ένα καθεστώς σύγχρονης διαχείρισης των απορριμμάτων, ανεξάρτητα από τον τρόπο που την αντιλαμβάνεται ο καθένας. Έχουμε καθυστερήσει πάρα πολύ την προσέγγιση σε μια ορθολογική φιλοπεριβαλλοντική διαχείριση. Η αντίληψη ότι τα απορρίμματα μπορούν να αξιοποιηθούν με ένα ωφέλιμο τρόπο για την κοινωνία, είναι στοιχείο της διεθνούς πρακτικής.
Αυτή η καθυστέρηση επιδιώκεται να επιλυθεί με τρόπο που δεν είναι προς όφελος της κοινωνίας. Προωθείται μια πολιτική επιλογή, που χωρίς να είναι αυστηρά προσδιορισμένη, τείνει προς ένα μοντέλο διαχείρισης που θέλει να κρατάμε χαμηλά την ανακύκλωση και ανάκτηση, χωρίς καθόλου να ασχολείται με τη μείωση των απορριμμάτων, που είναι πολύ σημαντικό στοιχείο επίσης, και το μεγαλύτερο μέρος των σκουπιδιών να το οδηγούμε αδιάλεκτο σε μεγάλες κεντρικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας, στις οποίες, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα τους, γίνεται ένα μικρό ποσοστό ανακύκλωσης και κομποστοποίησης, και μάλιστα δεύτερης ποιότητας, και το μεγαλύτερο μέρος είναι παραγωγή δευτερογενών καυσίμων, τα οποία θα οδηγούμε σε καινούργιες εγκαταστάσεις καύσης. Προφανώς δεν προωθείται μια πανάκριβη διαδικασία επεξεργασίας για να πάρουμε ένα προϊόν το οποίο θα το θάψουμε. Προφανώς προωθείται η καύση του. Το ότι αποφεύγουν σε πολλές περιπτώσεις να ονοματίσουν την καύση ή να αδειοδοτήσουν αυτή τη στιγμή τα εργοστάσια καύσης, οφείλεται καθαρά σε λόγους αποτροπής των αντιδράσεων. Είναι όμως απολύτως σαφές ότι πίσω από αυτό το μοντέλο διαχείρισης κρύβεται η καύση.
Ένα δεύτερο στοιχείο εκτός από την προώθηση της καύσης, που φαίνεται να συμπληρώνει το δίπολο που προωθείται για τη διαχείριση των σκουπιδιών, είναι η ιδιωτικοποίηση;
Ένα δεύτερο στοιχείο που φαίνεται να έχει επιλεγεί, ίσως και λόγω της οικονομικής κρίσης που διανύουμε, είναι των Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα. Σε αυτό το μοντέλο βάζουν και το δημόσιο, μέσω κυρίως χρημάτων από ευρωπαϊκά ταμεία, και ιδιωτικές εταιρείες, μέσω κυρίως δανείων που εξασφαλίζουν από τις τράπεζες. Το μοντέλο της ιδιωτικοποίησης δεν περιορίζεται στις μεγάλες κεντρικές μονάδες επεξεργασίας, αλλά φαίνεται ότι εισάγεται σε όλο το φάσμα της διαχείρισης. Υπάρχουν ήδη πολλές περιπτώσεις δήμων, που λόγω και των εκτεταμένων περικοπών εσόδων που αντιμετωπίζουν, βάζουν ιδιωτικές εταιρείες ακόμα και στην αποκομιδή.
Υπάρχει όμως άλλο ένα στοιχείο, που συνδέεται βέβαια με το προηγούμενο, το οικονομικό. Η προώθηση της συγκεντρωτικής διαχείρισης σε μεγάλες εγκαταστάσεις, ιδιαίτερα αν θεσμοθετηθεί η καύση η οποία είναι πολύ δαπανηρή, είναι ιδιαίτερα αντιοικονομική και θα μεταφραστεί σε πρόσθετα δημοτικά τέλη και επιπλέον επιβάρυνση στους πολίτες.
Ένα επίσης σημαντικό στοιχείο, πέραν του περιβαλλοντικού, είναι το κοινωνικό. Αυτού του τύπου η διαχείριση θέλει τον πολίτη αμέτοχο, όχι ενεργό συμμέτοχο στη μείωση, την ανακύκλωση και την κομποστοποίηση.
Στις μελέτες που προτείνονται από τις κατά τόπους Περιφέρειες παρατηρείται εν γένει απροσδιοριστία και αποφυγή διατύπωσης πολύ συγκεκριμένου σχεδιασμού.
Η διαχείριση των απορριμμάτων γίνεται στη βάση περιφερειακών σχεδιασμών εδώ και περίπου μια δεκαετία. Το 2004 έγιναν οι πρώτοι, το 2006 έγινε ο τελευταίος, της Αττικής. Σε όλους αυτούς τους σχεδιασμούς υπάρχει η πρόνοια ότι σε 5 ή 6 χρόνια θα επικαιροποιηθούν. Αυτό δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα σχεδόν σε καμία περιφέρεια με εξαίρεση, απ‘ ό,τι γνωρίζω, την Περιφέρεια Πελοποννήσου. Με τραγελαφικό αποτέλεσμα να δημοπρατούνται και να προχωρούν έργα στη βάση της παλιάς λογικής. Στην περίπτωση της Αττικής, η διαδικασία αναθεώρησης έχει αρχίσει από τις αρχές του 2011, έχουν δοθεί τέσσερις διαδοχικές παρατάσεις στην παράδοση των μελετών επικαιροποίησης, προφανώς μέχρι να αρχίσουν να κατασκευάζονται έργα και να έρθει ο επικαιροποιημένος σχεδιασμός να τα νομιμοποιήσει. Αυτό έχει ήδη συμβεί σε Περιφέρειες όπως η Δυτική Μακεδονία.
Οι παλιοί σχεδιασμοί χαρακτηρίζονται από γενικολογία ως προς τους στόχους, ιδιαίτερα ανακύκλωσης – ανάκτησης - κομποστοποίησης, και έμφαση στους Χώρους Υγειονομικής Ταφής. Ένα κοινό χαρακτηριστικό εκείνων των σχεδιασμών με αυτούς που τώρα προωθούνται, είναι ότι σπανίως αναφέρονται στη διαστασιολόγηση των μονάδων επεξεργασίας, δηλαδή στο τι ποσότητες θέλουμε να επεξεργαστούμε. Είναι σαφές ότι αν κάποιος γίνει συγκεκριμένος επ’ αυτού, θα πρέπει να δικαιολογήσει γιατί κατασκευάζει μια μονάδα μεγάλων διαστάσεων, τη στιγμή που είναι υποχρεωμένος να κάνει και ανακύκλωση – κομποστοποίηση. Πολλοί σχεδιασμοί, παλιοί και νέοι, προβλέπουν εγκαταστάσεις επεξεργασίας σύμμεικτων που αγγίζουν το 80% του συνόλου των απορριμμάτων. Στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, σχεδιάζεται μονάδα δυναμικής που ξεπερνά το σύνολο των απορριμμάτων, η οποία ανοίγει την πόρτα στην εισαγωγή σκουπιδιών για επεξεργασία ή για καύση. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχουμε στο Βόλο.
Ποια είναι η δική σας πρόταση;
Η πρότασή μας είναι το συντριπτικά μεγάλο μέρος της διαχείρισης των απορριμμάτων να γίνεται στα όρια του κάθε δήμου ή γειτονικών δήμων και σε περιφερειακό επίπεδο να αντιμετωπίσουμε μόνο την τελική διάθεση σε ΧΥΤΥ. Όχι, όμως, όπως προδιαγράφονται σήμερα, αλλά σε πολύ μικρότερα μεγέθη, αφού η αποκεντρωμένη διαχείριση θα μας δίνει υπόλειμμα πολύ μικρότερο και πολύ διαφορετικής υφής, με αδρανή υλικά. Αυτή η πρόταση μπορεί να υλοποιηθεί με τοπικό σχέδιο διαχείρισης ξεκινώντας από δραστηριότητες πρόληψης και διαλογής στο σπίτι. Το δεύτερο μέρος της πρότασης, επίσης προσιτό στον πολίτη, είναι οι ξεχωριστοί κάδοι και σημεία διαλογής για άλλα ανακυκλώσιμα, όπως μπαταρίες, λάστιχα, ηλεκτρικές συσκευές. Ο μπλε κάδος πλέον δεν εξυπηρετεί, διότι υποβαθμίζει την ποιότητα των ανακυκλώσιμων. Μέχρι αυτό το επίπεδο ο στόχος είναι να εξαντλείται το 60% των απορριμμάτων. Οι ίδιοι δήμοι μπορούν να έχουν ένα χώρο, όπου θα κάνουν δέματα τα συλλεχθέντα απορρίμματα και θα τα πωλούν. Πρόκειται για μια διαδικασία που δημιουργεί θέσεις εργασίας τοπικά, αποδίδει έσοδα, οι πρώτες φάσεις διαχείρισης μπορούν να χρηματοδοτήδουν τις επόμενες και μπορεί να υλοποιηθεί σταδιακά.
Προς τι η εμμονή στην καύση;
Τι σημαίνει καύση ως στάδιο διαχείρισης απορριμμάτων και γιατί δεν αποτελεί επιλογή;
Η καύση δεν είναι μόνο τρόπος απόρριψης, αλλά και τρόπος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας. Σύμφωνα και την ευρωπαϊκή οδηγία 98/2008, η ιεράρχηση διαχείρισης απορριμμάτων προβλέπει: πρόληψη, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση, άλλου τύπου ανάκτηση, διάθεση, δηλαδή ταφή. Η καύση εμπίπτει στην άλλου τύπου ανάκτηση, όπου εμπίπτει και η κομποστοποίηση, κατά τη γνώμη μας λαθεμένα αφού η κομποστοποίηση θα έπρεπε να προηγείται. Η καύση εμπίπτει σε αυτή τη φάση διαχείρισης, με την προϋπόθεση ότι οι εγκαταστάσεις καύσης έχουν βαθμό ενεργειακής απόδοσης πάνω από 65%. Σε διαφορετική περίπτωση, εμπίπτει στη φάση της διάθεσης. Στην Ελλάδα αυτό είναι ανώφελο αφού τους περισσότερους μήνες του χρόνου η παραγόμενη θερμότητα είναι αχρείαστη. Πέρα από αυτό, καύση σημαίνει ότι έχω πρώτες ύλες τις οποίες εξαφανίζω. Αυτό από περιβαλλοντική άποψη είναι λάθος, διότι συντηρεί τη λογική της υπερκατανάλωσης και της υπερεξάντλησης των φυσικών πόρων. Επίσης, με την παραγωγή θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας από την καύση συντηρείται ένα μοντέλο βασισμένο επίσης στην κατανάλωση. Επιπλέον, καλλιεργείται ένας μύθος ενίσχυσης του ενεργειακού μας συστήματος από την καύση. Ακόμα κι αν καίγαμε το σύνολο των σκουπιδιών που παράγουμε, η ενεργειακή απόδοση θα ήταν το 2% των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια. Η καύση θέλει όσο το δυνατόν περισσότερο σύμμεικτα απορρίμματα, άρα είναι αντίθετη με τη λογική της ανάκτησης. Τέλος, για να εγκαταστήσεις και να λειτουργήσεις μηχανισμούς συγκράτησης αέριων ρύπων, πολλαπλασιάζεις κατά πολύ το κόστος και, βέβαια, δεν μπορείς να αποκλείσεις τις αστοχίες και τις παραβιάσεις, με όλο το περιβαλλοντικό κόστος που αυτές επιφέρουν.
Ποιος είναι, λοιπόν, ο λόγος που τόσο επιμένουν οι Περιφέρειες, κρυφά και φανερά, στην καύση;
Η επιλογή της ενεργειακής αξιοποίησης που οδηγεί στην καύση οφείλεται στο αυξημένο κατασκευαστικό, διαχειριστικό και οικονομικό, εντέλει, ενδιαφέρον ιδιωτών, διότι προϋποθέτει διπλές εγκαταστάσεις, αφενός στην επεξεργασία των σύμμεικτων απορριμμάτων και την παραγωγή καυσίμου, αφετέρου στις ίδιες τις μονάδες καύσης. Το δημόσιο παραχωρεί την κατασκευή, τη διαχείριση και την πώληση ενέργειας. Οι μόνο που ωφελούνται, είναι οι ιδιώτες που συμμετέχουν στην κατασκευή με αντάλλαγμα τη διαχείριση εν λευκώ, και όχι μόνο, γιατί προβλέπεται ότι θα αποζημιώνουμε τον ιδιώτη για να μεταφέρει, να παραλάβει, να θάψει ή να κάψει απορρίμματα. πηγή : Εφημερίδα Η Εποχή 16 Σεπτεμβρίου 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου