Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Κοσμίδης Γεώργιος ( Γιούρας)



Καταμεσίς Οκτώβρη του 2012. Ο καιρός γλυκοσάλιαζε ακόμα με το καλοκαίρι, ενενήντα χρόνια από την προσφυγιά. Συναντήσαμε τον Κοσμίδη Γιώργο, (τον Γιούρα) στην κατοικία του στο Παλαιόκαστρο Σερρών. Ο καφές που μας πρόσφερε ήταν πρόκληση για κουβέντα. Για όσους δεν τον γνωρίζουν τους πληροφορούμε πως είναι οργανοπαίχτης (λύρα ποντιακή), τραγουδιστής, στιχουργός, συνθέτης. Οι ερωτήσεις μας βροχή κι ίδιος να απαντά με νηφαλιότητα. Επιλογικά προσπαθήσαμε να συντάξομε το μουσικό οδοιπορικό του Γιούρα, ο οποίος οφείλει πολλά στο νόστο για τις χαμένες πατρίδες.

«Γεννήθηκα στο Παλαιόκαστρο το 1932. Ο πατέρας μου Αλέξης Κοσμίδης και η μάνα μου Όλγα ήρθαν από το Άνω Τσιαπίκ του Καρς. Οι περισσότεροι χωριανοί τους βρίσκονται στις Κάτω Κλεινές Φλώρινας και την Πτολεμαΐδα. Μολονότι Καρσλήδες, η μάνα μου έλεγε πως καταγόμαστε από την Τραπεζούντα. Τα πρώτα μουσικά βιώματα τα δέχτηκα μέσα στο ίδιο μας το σπίτι από τον πατέρα μου. Με κομμένο το δεξί του χέρι κάτω από τον αγκώνα, γνωστός ως ο Αλέξης ο τσολάχς, ο πατέρας μου έπαιζε λύρα δένοντας το τοξάρι στο δεξί χέρι του μ’ ένα σχοινί. Εγώ πήγαινα κρυφά, όταν εκείνος κοιμόταν ή έλειπε, ξεκρεμούσα τη λύρα και αντί να παίζω, την ξεκούρντιζα συνήθως. Συναισθάνονταν, μα δεν αντιδρούσε ούτε με απογοήτευε. Ήμουν περίπου οκτώ ετών. Όταν πια συνειδητοποίησε πως είχα άσβηστη δίψα να ασχοληθώ με τη λύρα, την πέταξε μια μέρα και μου είπε : «Να μη μάθεις λύρα, γιατί δεν βγαίνει χρήμα απ’ αυτήν. Ο καφετζής έχει το τεφτέρι και κάποια στιγμή θα αποπληρωθεί. Εσύ δεν μπορείς να χρησιμοποιείς τεφτέρια και ο κόσμος δεν έχει να σου προσφέρει ούτε δεκάρα». Ήταν τα σκοτεινά χρόνια της κατοχής, τότε που δεν κελαηδούσαν ούτε τα’ αηδόνια.

« Ωστόσο το μεράκι και η φλόγα μου ήταν ασυγκράτητα και ασίγαστα. Η επιμονή μ’ έφερνε δίπλα σε λυράρηδες μεγάλους από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια και απ’ αυτούς ό,τι άκουγα και έβλεπα τα αποτύπωνα σαν το σφουγγάρι και το εφάρμοζα. Κυρίως στους γάμους δίπλα σ’ έναν λυράρη από το Κιλκίς έμαθα πολλά, δεν θυμάμαι όμως το όνομά του αυτή τη στιγμή. Κάποιος βιολιτζής ονόματι Ξανθάς μου πρότεινε να με διδάξει βιολί, αλλά εγώ του είπα πως οι Καρσλήδες δεν ακούνε βιολί. Η έφεσή μου αποκτά σάρκα και οστά στον πρώτο γάμο που έπαιξα στη Ν. Τυρολόη Σερρών το 1947, μόλις ακούμπησα τα δεκαεφτά μου χρόνια. Από τότε άνοιξα τα δικά μου φτερά, πιστός δούλος στο αρχοντικό της παράδοσης. Δεν μιμήθηκα κανέναν».


«Η τέχνη δεν μιμείται. Η τέχνη δημιουργεί τον κόσμο» έγραψε ο Σεφέρης. Κι αυτός δημιούργησε τον δικό του κόσμο. Συνταρακτικός οργανοπαίχτης και τραγουδιστής τόρνεψε το ποντιακό τραγούδι με το μεράκι του. Στα φυλλοκάρδια του ο πόντος και οι απανταχού πόντιοι. Πάλλεται από το συναίσθημα του πρόσφυγα.

Στα χοροστάσια: «Συνόδεψα τους στεναγμούς των κοριτσιών και των αγοριών στα αλώνια(της Βαρβάρας), στις πλατείες( Στάθη Βασιλειάδη) και σε σπίτια του Παλαιοκάστρου. Τότε που στήνονταν σχεδόν κάθε Κυριακή το χοροστάσια με τους νέους στη μέση και τους γέρους να κάθονται τριγύρω και ο λυράρης να μη κάθεται, αλλά να περιφέρεται γύρω από τους χορευτές όπως στις αρχαίες τραγωδίες.. Η αμοιβή μου ήταν τα αυγά που συγκέντρωναν τα κορίτσια. Το καλάθι πάντοτε μισοάδειο, ποτέ μισογεμάτο. «Πόσο λίγα αρκούν στους θνητούς για να νιώσουν αθάνατοι» έγραψε η Ελ. Τσαμαδού. Ρωμιοσύνη στερημένη και νηστική». Χρωμάτιζε τότε την άχρωμη ζωή του χωριού. Πρόσφερε καθάριο οξυγόνο αναψυχής. Αποταμίευε του γλωσσικούς και ρυθμικούς θησαυρούς κάθε περιοχής, κάθε πατρίδας.(Ματσούκας, Σάντας, Κρώμης, Κάρς). Άλλοτε σατίριζε ιδιοτυπίες και καμώματα ανθρώπων. Έδειχνε με ιλαρότητα την εύθυμη διάθεση απέναντι στη ζωή.


Με τους γλεντζέδες του Παλαιοκάστρου.
Όσα στοχάζονταν στη μοναξιά του, αντιλαλούσαν αργότερα στο πλήθος. «Ο αληθινός οργανοπαίχτης και τραγουδιστής δεν βιάζεται ποτέ να φανεί. Βιάζεται να γίνει αληθινός καλλιτέχνης». Κραταιά η αγάπη για τις χαμένες πατρίδες και την παράδοσή τους.


«Κι όταν οι γλεντζέδες του χωριού με καλούσαν στο μοναδικό καφενείο του χωριού και έπαιζα και τραγουδούσα, η έκστασή τους πάνω στην πύρινη μέθη τους εκδηλώνονταν με αντιφατικές συμπεριφορές. Άλλος με φιλούσε…άλλος με χαστούκιζε… τόσο που βούιζαν τα’ αυτιά μου αρκετό καιρό…κι άλλος με δάγκωνε. Ήταν η γενιά των πατεράδων μας που άλλοι έχασαν παιδιά στον πόλεμο κι άλλοι αδέλφια στον εμφύλιο. Μόλις βγήκε η χώρα από την καταπακτή του εμφύλιου πόλεμου. Εισέπνεαν το αεράκι του παραδείσου, για να μη χαλάσουν τις καρδιές τους με τα άλυτα προβλήματα της γης.». «Οι άντρες θρηνούν μέσα τους βαθιά. Το μεθύσι τους δεν ήταν μέσο χαράς, αλλά σπονδή στο θεό της πικρίας Το κλάμα τους ήταν ένας πολιτισμός ολόκληρος Ο αντρικός θρήνος είναι βουβός, ελεγεία και αποχαιρετισμός μίσος για την αδικία της προσφυγιάς». γράφει ο Ισίδωρος Ζουργός.

Κι όταν τα βαθιά μεσάνυχτα αποφάσιζαν να διασχίσουν το χωριό τραγουδώντας , τότε…ο Πόντος με την ιστορία του μεταφέρονταν στις στράτες του χωριού. Ο Γιούρας μέσα στη χειμωνιάτικη πάγρα έσκιζε το απόλυτο σκοτάδι με τη γλυκόλαλη φωνή του. Με το από καρδιάς παίξιμο και τραγούδι του αντιδόνιζε ο τόπος καθώς φλόγιζε τις πληγές της προσφυγιάς Κι εμείς, θυμάμαι ακόμα ολοζώντανες τις εικόνες, ανασηκωνόμασταν στα κρεβάτια, γλιστρούσαν τα παπλώματα από πάνω μας σε μια πλευρά και καρφωνόμασταν στα αχνισμένα παράθυρα να αφουγκραστούμε τον ερανιστή της παράδοσης, καθώς το τραγούδι του υπερνικούσε τον πειρασμό του ύπνου. Τα λαμπόγυαλα πρόβαλαν στα ταβάνια έναν τρεμάμενο φωτεινό κύκλο, σαν τρύπα στο απόλυτο σκοτάδι. Τα τραγούδια του έβρισκαν καταφύγιο στη φιλόξενη ψυχή μας, σαν τα’ αηδόνια στα πυκνόφυλλα δέντρα. Διεγείρονταν έντονα οι ασθήσεις συνεπαρμένες γιατί, ήταν μια απομονωμένη πηγή χαράς. Ευφραινόμενες οι ψυχές καραδοκούσαν με λαχτάρα να μη τελειώσει αυτό που ακούγαμε ή να επαναληφθεί γρηγορότερα, να μη λιώσει ο δαυλός ευφροσύνης στα μύχια της καρδιάς. Οι παρέες διαλύονταν όταν οι πρώτες αχτίνες του ήλιου άρχιζαν να στολίζουν το μανδύα της νύχτας. (με τα πετεινολάλε). Άλλοτε πάλι το γλέντι κρατούσε 48 ώρες! Και ο Γιούρας ασταμάτητα να τραγουδά.

Οι συνεργασίες και οι συμμετοχές του :
Το πρώτο ασύγκριτο παραδοσιακό μουσικό συγκρότημα της περιοχής απαρτίστηκε από τρεις συγχωριανούς, τον Γιούρα στη λύρα, τον Βαϊζίδη Ηρακλή κλαρίνο και τον Κυριακίδη Αλέκο στο νταούλι. Αρραβώνες, γάμοι, χοροί, γλέντια, γιορτές και πανηγύρια δεν νοούνταν χωρίς την παρουσία τους. Ήταν η περίοδος της μουσικής άνθησης του χωριού και της περιοχής από το 1953-1965.. Η μετανάστευση στη Γερμανία μαράζωσε την περιοχή και ο Γιούρας αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στο Αμβούργο. Κι εκεί ήταν περιζήτητος σε πολλές πόλεις όπου υπήρχαν πόντιοι.

Ο Γιούρας επιστρέφει το 1985 από τη Γερμανία και συγκροτεί τη δεύτερη ομάδα παραδοσιακής μουσικής με τον Τσαπακίδη Γιώργο από το Πετρίτσι στο κλαρίνο, τον Νικήτα Θεοδωρίδη στο ακορντεόν και τον Σταθάκη από τον Λευκώνα στο νταούλι. Ένα τρίτο συγκρότημα δημιουργήθηκε με τον Ξανθόπουλο Γιώργο από τη Θερμοπηγή στο κλαρίνο.

Από το 1986 συνεργάστηκε με τους ποντιακούς πολιτιστικούς συλλόγους της Βυρώνειας , Σιδηροκάστρου, Ευξείνου Λέσχης Σερρών, Αμμουδιάς, Λουτρών Νιγρίτας, Ακριτοχωρίου, Λευκώνα, Πετριτσίου. Είχε κερδίσει την εκτίμηση των Βυρωνιωτών. Η Βαρβάρα Τσακιρίδου(η μάνα του Παύλου) ήταν η διοργανωτής . Μετά το γλέντι έβγαζε δίσκο για τον λυράρη και η κάθε μια έδινε όσα έκρινε. Ο Γιούρας ήταν ο μοναδικός λυράρης, από τους τόσους συνεργάτες του Παύλου, που τη συνόδεψε στην τελευταία κατοικία της παίζοντας και τραγουδώντας άνευ αμοιβής επί μία ώρα με τραγούδια της μάνας και στο τέλος την αποχαιρέτισε με το «αχπαστόν» :
Φώταξον φέγγομ’ φώταξον
Ποίσον γερτίμ τον ήλον
Εντάμαν να χουλένετε
Τη κασελίμ το ξύλον

Φώταξον ήλεμ φώταξον
Να λύγουνταν τα χιόνε
Να έρχουνταν σο τάφο πομ
Και κελαηδούν τα’ αηδόνε

Εσείς αστρόπα τα’ ουρανού
Φωτάξτεν σην σκοτίαν
Βαθύν εποίκαν το ταφήμ
Απές σην υγρασίαν


Οι δημιουργίες του. Το 1965, πριν τη μετανάστευση, χτυπά τον πρώτο του δίσκο με τραγούδια δικά του. Παραθέτομε ένα δείγμα:
« Ας λέγω σας νε παιδία
αυούτ την ιστορία
Και σο Κάρς όντες εζήναν
Θάματα πολλά επήναν,
Λέγνε αυούτην αδακές
Σέβασιν είχαν εκές.

Είναι αδύνατο να μη σας παραθέσομε και ό, τι έγραψε για τον Ολυμπιονίκη Γιάννη Μελισσανίδη :
Ο Γιάννες α σην Βυρώνειαν
Επήεν σην Ατλάνταν
Κι η μάνατ εδέκεν την ευχήν
Τ’ αμέκετ να μη χάνταν
Ο Γιάννες κεν ο Πόντιον
Ατός ξάει κι εφογώθεν
Σον τόπο νατ άμον καρφίν
Ατός πα εκαρφώθεν.


Σα να είχε διαβάσει το Σολωμό «Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα και θα δεις να λαχταρίζει κάθε είδος μεγαλείου». Μα αυτός έκλεισε μέσα του την παράδοση, με το μυαλό του καρφωμένο στον ορίζοντά της, με έναν μουσικό ανεμοστρόβιλο οδηγημένο από αρχέγονο ένστικτο αυτοδίδακτο.

Στίχους και τραγούδια ποντιακά εμπνευσμένα από τον Γιούρα εκτέλεσε ο μεγάλος και αείμνηστος των ποντιακών τραγουδιών Χρύσανθος Θεοδωρίδης, ο οποίος είχε την ανωτερότητα να διευκρινίσει πως τα συγκεκριμένα τραγούδια ανήκουν στον Γιώργο Κοσμίδη(Γιούρα).


Τράνεψε τη μεγαλοσύνη του Πόντου. Ιστόρησε θρύλους, λίπαινε την τρικυμισμένη ψυχή των προσφύγων, τη μαλάκωνε, την έκανε υπομονετική. Αοιδός με στόφα ανθρώπου για να υπηρετεί, να ψυχαγωγεί, να εκπολιτίζει. «Άμα τραγουδάς τον πόνο του κόσμου, τραγουδάς και το δικό σου καημό. Τα ντέρτια του ενός ήταν ολονών».


Ήταν η ενσάρκωση της ψυχαγωγίας, ζωτικός απολαυστικός ευφρόσυνος. Μύστης της παράδοσης. Αείζωος και αείρροος. Το αθάνατο τραγούδι του ήταν όαση ελπίδας, φυτώριο προσδοκιών, δεν θα χαθούμε βρε αδέρφια!, Έκλεινε τις πληγές ρίχνοντας βάλσαμο παρηγοριάς στα μοιρολόγια θανάτου. Χλωρός στις χειμωνιάτικες ξέρες, ζέσταινε τις παγερές ψυχές μας. Συντήρησε τους συνεκτικούς δεσμούς με την παράδοση, για να αναδειχθούν τα νέα φυντάνια στη λύρα και στο τραγούδι.

Αγαπά να γυρίζει με τη μνήμη στις μέρες της νιότης του, όπως ακριβώς ο ξένος λαχταρά να γυρίσει στην πατρίδα του.
Πεποίθησή μας πως το παρελθόν του Γιούρα επιβάλλεται να μείνει ολοζώντανο, γιατί «Η ζωή του ανθρώπου δεν αρχίζει στη μήτρα και δεν τελειώνει ποτέ στον τάφο» (Χ. Γκιμπράν),κυρίως όταν μεταγγίζει ευεξία συναισθηματική σκαλίζοντας τη χόβολη της προσφυγιάς Ο Γιούρας ήταν συνομήλικος με όλες τις γενιές που ψυχαγώγησε. Με το πέρασμα του χρόνου όμως λεπταίνει το παραβάν που χωρίζει αυτόν τον κόσμο από τον επόμενο. Στη διάρκεια της συνέντευξης δύο φορές αναζήτησε τα χάπια του. «Τελικά αυτό που μένει είναι αυτό που δίνεις» έγραψε η Ιζαμπέλ Αλιέντε. Και εμείς δεν τον αφήσαμε στη λήθη, στα αζήτητα. Η αναζήτηση της παράδοσης δεν είναι ποτέ ουτοπία.
Τη συνέντευξη πήραν :
ο Παύλος Νικ. Τσακιρίδης και ο Γιάννης Αλεξ. Ρωμανίδης

http://serresparatiritis.gr/index.php?page=description&article_id=3548

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου