Θα’θελα να’μουν Μακεδόνας αυτές τις περίεργες ημέρες των διαβουλεύσεων και των αμφισβητήσεων. Θα’θελα να είχα την ατυχία να μου ακυρώνουν την ταυτότητα και να υπερασπίζομαι έναν Αλέξανδρο σαν να έδινε ακόμη μία μάχη, όχι στον Γρανικό, αλλά στον Αξιό ποταμό. Να’μουν για μία ημέρα «καρντάσι» και όχι απλός φίλος και ένας Μητροπάνος να τραγούδαγε για μένα. Να καυχιέμαι ότι μόνο για τον Βορρά έπαιξε ο Χατζηπαναγής και ο Κούδας, ενώ ο Γκάλης έβαλε ένα τρίποντο για την πάρτη μου, που τον αποθέωνα από την κερκίδα.
Να’χα την τύχη να ξυπνήσω στην ομίχλη της Καστοριάς και να γίνω σκηνικό του Αγγελόπουλου σε μία χιονισμένη Φλώρινα. Να’πινα μπύρα με το όνομα Βεργίνα στα Λαδάδικα και να’λεγα ότι αυτόν τον μπαξέ με τις μηλιές και τις ροδακινιές στην Βέροια, τον έχω από τον παππού μου. Να πικραθώ από το τσιγάρο και να στρίψω στην γωνία, στην πλατεία των Σερρών, για να φάω Ακανέ Λαιλιά από τον Ρούμπο.
Μία βόλτα να βρέξω τα πόδια μου στην θάλασσα της Χαλκιδικής και να ανέβω μέχρι τα Χαμάμ στο Άγκιστρο να νιώσω ότι αυτός ο τόπος της Μακεδονίας κοχλάζει από τα έγκατά της.
Αυτές τις πικρές ημέρες των συζητήσεων θα’θελα σαν Μακεδόνας να καθίσω στο σκαμνί του Παγκόσμιου Δικαστηρίου γιατί υπερασπίζομαι τα δάση της Δράμας αλλά και την τουλούμπα της Κατερίνης. Να φωνάξω: είμαι ένοχος που αυτή την γη την υπερασπίστηκε ένας Παύλος Μελάς σαν να ήταν ο ίδιος Μακεδόνας, και ότι η μπουγάτσα είναι γλυκιά και αλμυρή γιατί, ως Μακεδόνας, έμαθα να τρώω το αλάτι της Ιστορίας όπως και την γλύκα της.
Να βγω ξημερώματα από το Μινουί, να περπατήσω δίπλα στην Καμάρα έχοντας στα αφτιά μου ακόμη τις πενιές του Καμπουρέλου ενώ η φωνή της Λιλής να γίνεται ένα με τον Βαρδάρη.
Να μάθω έναν χορό ποντιακό στα χωριά των προσφύγων και στα Γρεβενά να φάω ψητά κρέατα μέχρι η χοληστερίνη να χτυπήσει κόκκινο. Να κυληστώ μέσα στον κρόκο στα χωράφια της Κοζάνης και στους καταράκτες της Έδεσσας να καθίσω σ’ ένα παγκάκι. Θα’θελα ένα μεσημέρι να γίνω «αλύπητος» από ούζο στην Στοά του Μοδιάνου και να φάω με την χούφτα ελιές στο παζάρι του Σιδηρόκαστρου.
Θα’ θελα μια μέρα η μάνα μου να με ρωτήσει: «Να σε φτιάξω κεφτέδες;» και να τις απαντήσω: «φτιάξε με γιαπράκια».
Μια μέρα να ήμουν Μακεδόνας για να έχω το καμάρι να λέω ότι όλα αυτά ήταν, είναι και θα είναι δικά μου.
Να’χα την τύχη να ξυπνήσω στην ομίχλη της Καστοριάς και να γίνω σκηνικό του Αγγελόπουλου σε μία χιονισμένη Φλώρινα. Να’πινα μπύρα με το όνομα Βεργίνα στα Λαδάδικα και να’λεγα ότι αυτόν τον μπαξέ με τις μηλιές και τις ροδακινιές στην Βέροια, τον έχω από τον παππού μου. Να πικραθώ από το τσιγάρο και να στρίψω στην γωνία, στην πλατεία των Σερρών, για να φάω Ακανέ Λαιλιά από τον Ρούμπο.
Μία βόλτα να βρέξω τα πόδια μου στην θάλασσα της Χαλκιδικής και να ανέβω μέχρι τα Χαμάμ στο Άγκιστρο να νιώσω ότι αυτός ο τόπος της Μακεδονίας κοχλάζει από τα έγκατά της.
Αυτές τις πικρές ημέρες των συζητήσεων θα’θελα σαν Μακεδόνας να καθίσω στο σκαμνί του Παγκόσμιου Δικαστηρίου γιατί υπερασπίζομαι τα δάση της Δράμας αλλά και την τουλούμπα της Κατερίνης. Να φωνάξω: είμαι ένοχος που αυτή την γη την υπερασπίστηκε ένας Παύλος Μελάς σαν να ήταν ο ίδιος Μακεδόνας, και ότι η μπουγάτσα είναι γλυκιά και αλμυρή γιατί, ως Μακεδόνας, έμαθα να τρώω το αλάτι της Ιστορίας όπως και την γλύκα της.
Να βγω ξημερώματα από το Μινουί, να περπατήσω δίπλα στην Καμάρα έχοντας στα αφτιά μου ακόμη τις πενιές του Καμπουρέλου ενώ η φωνή της Λιλής να γίνεται ένα με τον Βαρδάρη.
Να μάθω έναν χορό ποντιακό στα χωριά των προσφύγων και στα Γρεβενά να φάω ψητά κρέατα μέχρι η χοληστερίνη να χτυπήσει κόκκινο. Να κυληστώ μέσα στον κρόκο στα χωράφια της Κοζάνης και στους καταράκτες της Έδεσσας να καθίσω σ’ ένα παγκάκι. Θα’θελα ένα μεσημέρι να γίνω «αλύπητος» από ούζο στην Στοά του Μοδιάνου και να φάω με την χούφτα ελιές στο παζάρι του Σιδηρόκαστρου.
Θα’ θελα μια μέρα η μάνα μου να με ρωτήσει: «Να σε φτιάξω κεφτέδες;» και να τις απαντήσω: «φτιάξε με γιαπράκια».
Μια μέρα να ήμουν Μακεδόνας για να έχω το καμάρι να λέω ότι όλα αυτά ήταν, είναι και θα είναι δικά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου